- ψωμοτρώγω
- (αόρ. (ε)ψωμόφαγα) μετ. , αμετ.1) жить на чеи-л. счёт; есть чеи-л. хлеб; 2) покупать за бесценок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψωμοτρώγω — Ν 1. τρώγω το ψωμί άλλου, ζω εις βάρος άλλου 2. αγοράζω κάτι σε εξευτελιστική τιμή εκμεταλλευόμενος την ανάγκη αυτού που τό πουλάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + τρώγω] … Dictionary of Greek